- συνάπτομαι
- συνάπτομαι, συνάφθηκα, συνημμένος βλ. πίν. 12——————Σημειώσεις:συνάπτομαι : η μτχ. συνημμένος χρησιμοποιείται κυρίως για κάτι (π.χ. έγγραφο) που συνάπτεται, παρουσιάζεται μαζί με άλλο.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνάπτομαι — συνάπτω join together pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
Погода* — Содержание статьи: основные черты учения о П.; синоптическая метеорология как учение о непериодических изменениях П.; области низкого и высокого давления; второстепенные формы распределения атмосферного давления и П.; основные правила… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Погода — Содержание статьи: основные черты учения о П.; синоптическая метеорология как учение о непериодических изменениях П.; области низкого и высокого давления; второстепенные формы распределения атмосферного давления и П.; основные правила… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αλληλουχώ — ἀλληλουχῶ ( έω) (ΑΜ) 1. συνάπτω, συνδέω 2. συνάπτομαι, συνδέομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι] … Dictionary of Greek
ημεροσμίγω — σμίγω, συναντιέμαι, συνάπτομαι απαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + σμίγω] … Dictionary of Greek
κοινωνώ — άω (AM κοινωνῶ, έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ) έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω νεοελλ. μσν. 1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε») 2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη,… … Dictionary of Greek
οικειώ — οἰκειῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [οικείος] 1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.) 2. μέσ. οἰκειοῡμαι, όομαι α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ … Dictionary of Greek
παρασυνάπτομαι — Α συνάπτομαι, συνδέομαι με έναν αιτιώδη σύνδεσμο («[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾱλλον ἤ ἧττον παρασυνάπτονται», Κρίν. Στωικ.) … Dictionary of Greek